- ηλιοτροπισμός
- ο бот. гелиотропизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιοτροπισμός — ο και ηλιοτροπία, η η ιδιότητα τών φυτών, υπό την επίδραση τού ηλιακού φωτός, να στρέφονται προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotropism < helio (πρβλ. ηλιο *) + tropism (πρβλ. τροπισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek
ηλιοτροπισμός — ο ιδιότητα που έχουν τα φυτά να στρέφουν τα κλωνάρια τους προς τον ήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοτροπία — η [ηλιοτρόπιον] ο ηλιοτροπισμός … Dictionary of Greek